30/1/16

Ο κ. Γιανναράς και η Γλωσσική Αστυνομία

(Εφημερίδα των συντακτών 30 Ιαν. 2016)


1986-2016, τριακονταετία γιορτάζει ο Χρήστος Γιανναράς αφότου σάλπισε πρώτη φορά, αρχικά με άρθρο, έπειτα με ομότιτλο βιβλίο, έπειτα μ’ άλλες αναδημοσιεύσεις,  το φοβερό άγγελμα πως πάει, τέλειωσε η Ελλάδα: Finis Graeciae!

Εντάξει, σχήμα λόγου, θα πείτε, δεν ξόφλησε τελείως, κι ας μην την αποκαλεί, χρόνια τώρα, με το όνομά της ο κ. Γιανναράς (ΧΓ), μόνο «γελοίο» και «φαιδρό Ελλαδέξ», «Ελλαδιστάν», «ελληνώνυμο κρατίδιο του βαλκανικού Νότου», «τρισάθλιο κρατίδιο των Eλληνωνύμων» κ.ά., δεν ξόφλησε, λέω, τελείως, όμως ψυχορραγεί. Υπάρχει ελπίδα να σωθεί; «“Μαγιά” μόνο η γλώσσα» γνωματεύει ο ΧΓ μέσα από τη θλιβερή σκιά του εαυτού της Καθημερινή (17/1), στο ίδιο φύλλο όπου ο ομοαίματος αδερφός του Τάκης Θεοδωρόπουλος ανιχνεύει τον δρόμο «Από το Γλωσσικό στην αγλωσσία», ενώ κατά σύμπτωση κάποιος επιστολογράφος, στο ίδιο πάντα φύλλο, βοηθά να σχηματιστεί μια τριπλέτα ημιμάθειας: «Περί γλωσσών και αγλώσσων» ο δικός του τίτλος. Συμπτωματική, είπα, η παρουσία του επιστολογράφου, έτσι κι αλλιώς θα ήταν άδικο να σχολιαστεί η όποια κατάρτισή του, σε αντίθεση με των δύο κατά τεκμήριο υπεύθυνων αρθρογράφων.

Άρχισα με τον κ. Γιανναρά, σεβόμενος την ιεραρχία, ή τέλος πάντων την επετηρίδα:

«Δύσκολες μέρες έρχονται για τον Ελληνισμό (τον όποιο απομένει), πιο δύσκολες και από αυτές του 1922 ή και του 1453» εκτοξεύει την προφητεία, λίγον καιρό αφότου ο ίδιος αποφαινόταν πως «η γκαγκστερική επιβολή του μονοτονικού» υπήρξε καταστροφή «ολεθριότερη» (!) κι από τη Μικρασιατική (23.11.14). Προτείνει έτσι, έσχατη ελπίδα σωτηρίας, να σχηματιστεί μια «ανεξάρτητη αρχή γλωσσικής προστασίας». Η οποία λ.χ. θα περνάει από εξετάσεις υποψήφιους «εκφωνητές ή παρουσιαστές ειδήσεων, συντονιστές συζητήσεων, πολιτικούς αγορητές, συνεντευξιαζόμενους καλλιτέχνες, σχολιαστές παρελάσεων, δημόσιων τελετών, εόρτιων επετείων κ.τ.ό.»

Και επισημαίνει φύρδην μίγδην διάφορα λάθη ο ΧΓ, από τον «Οκτώ-μ-βριο» και την προστακτική «επανέλαβε» ώς το «διαρρέω μια πληροφορία» (που ακολουθεί ωστόσο μια παμπάλαιη τάση της γλώσσας να μεταβατικοποιεί τα ρήματα: «ανεβαίνω τη σκάλα», «κατεβαίνω το ποτάμι» κ.ά.)· ανακαλύπτει, ποιος ξέρει πού, σήμερα πια, τον «Γιούνη» και τον «Γιούλη»· στηλιτεύει τον Σημίτη που, προσέξτε τώρα,  «είχε καταργήσει τον χρονικό αναδιπλασιασμό στα ρήματα [...] και έτσι στερούσε την ελληνική γλώσσα από τη δυνατότητα να εκφράσει τη διαφορά του στιγμιαίου από το διαρκές. Έλεγε: “η Ελλάδα πέρυσι παρήγε τόσους τόνους πατάτες” – καταργούσε τη δυνατότητα που του έδινε η γλώσσα να πει: “άλλοτε η χώρα παρήγε τόσους τόνους, ενώ πέρυσι παρήγαγε διπλάσιους”».

Στοπ! Εδώ καλείται να επέμβει δραστικά η ανεξάρτητη αρχή γλωσσικής προστασίας (η ΓΑΔΑ, η «Γλωσσική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, ώστε να γίνει οικονομία στις ταμπέλες», όπως γράφει ο Ν. Σαραντάκος, που σχολίασε έγκαιρα και εξαντλητικά το εν λόγω άρθρο): ότι η διαφορά παρήγε-παρήγαγε, στα προβληματικά έτσι κι αλλιώς ρήματα σε -άγω, είναι θέμα αναδιπλασιασμού μαρτυρεί κραυγαλέα σύγχυση, κακούργημα μπροστά στον «Οκτώμβριο» του μέσου χρήστη.

Έχει όμως κι άλλη, πολλή δουλειά η νέα ΓΑΔΑ: «η δημώδης γλώσσα δεν είπε ποτέ [...] “του πανεπιστήμιου” – δεν αναβίβασε ποτέ στην προ-παραλήγουσα τον τονισμό πολυσύλλαβων λέξεων (το λαϊκό αισθητήριο ανάδειχνε πάντα, δεν κακοποιούσε τη “μουσική” της γλώσσας)» αγορεύει ο ΧΓ.

Όπου μοιάζει να αγνοεί τον νόμο της τρισυλλαβίας, αυτόν που κατέβαζε τον τόνο στην παραλήγουσα, γιατί, όταν προφέρονταν μακρά και βραχέα, το μακρό -ου της γενικής είχε δύο χρόνους: του πανεπιστή-μι-ου-ου· οπότε ο τόνος δεν μπορούσε να μείνει αμετακίνητος, στην τέταρτη πλέον συλλαβή από το τέλος· έπρεπε να κατέβει στην τρίτη: του πανεπιστη-μί-ου-ου. Από τότε που έπαψαν τα μακρά-βραχέα, ατόνησε αναπόφευκτα ο νόμος αυτός, ο τόνος άρχισε σιγά σιγά να μένει αμετακίνητος: στα κύρια ονόματα: του Σαββόπουλου,  του Θεόδωρου (και πολύ περισσότερο του λαϊκότερου Θόδωρου)· έπειτα στα επίθετα: του άρρωστου παιδιού, του αβέβαιου μέλλοντος. Εξακολουθεί να κατεβαίνει στα ουσιαστικά: του ανθρώπου, του πανεπιστημίου, άγνωστο πάντως για πόσο.

Έπειτα ξεχνά ότι ειδικά η δημώδης γλώσσα και το λαϊκό αισθητήριο, όπως είπαμε για τον Θόδωρο, στα πολυσύλλαβα και μάλιστα στα σύνθετα κρατούσε πάντα αμετακίνητο τον τόνο: ποτέ δεν είπε «του λουκανίκου», «του πρωτοπαλικάρου» και «του πανεμόρφου». Και όχι μόνο η δημώδης και λαϊκή, γιατί ούτε «του πολυσελίδου βιβλίου» λέμε, ούτε «του αλλοκότου θεάματος».

Αλλά, ακόμα ακόμα, και πάντα προκειμένου για πανεπιστημιακό δάσκαλο και εισαγγελέα-τιμητή, τι θα ’πρεπε να κάνει μια ΓΑΔΑ και με διατυπώσεις δικές του, όπως «η πιστοποίηση βεβαιώνεται», «ποιοτική καλλιέργεια της γλωσσικής εκφραστικής», «δεν μας δικαιώνει σε σιωπή αμνών» (που επισημαίνει και ο Ν. Σαραντάκος), ή με την «ενεργό δημιουργική αυτεπίγνωση ελληνικής ταυτότητας», συμπληρώνω από παλαιότερα του ΧΓ εγώ,  τις «ποιότητες ελληνικότητας» ή τη γενιά που «κομίζει καύχηση ελληνικής “ευγένειας”».

Υπερωρίες η καινούρια αρχή. Καλή αρχή.

Με το άλλο πικρό ποτήρι, τον κ. Θεοδωρόπουλο, την άλλη φορά.






buzz it!

24/1/16

Παραλειπόμενα του ’15 και άλλα καθυστερούμενα

(Εφημερίδα των συντακτών 23 Ιαν. 2016)



Ξεμακραίνει το ’15, η θλιβερή επικαιρότητα του θανάτου του Στέφανου Στεφάνου έβαλε στην μπάντα διάφορα φαινομενικώς μικρά ή και όντως μικρά, που όμως πάντα μας ορίζουν ή πάντως μας χαρακτηρίζουν, από αυτά που αρέσκεται να σχολιάζει η στήλη, ιδίως όταν περνούν μάλλον απαρατήρητα.

Πολλά μπαγιάτεψαν και μίκρυναν κι άλλο, όμως, ομολογώ, με τρώνε: έβλεπα λόγου χάρη στην τηλεόραση, τη βραδιά των εκλογών στην Ισπανία, έβγαιναν για δηλώσεις οι πολιτικοί αρχηγοί, αμάν, αγραβάτωτοι: και καλά ο αλογοουράς Ιγκλέσιας των Ποδέμος, καλά ο μοντέλος Σάντσεθ των Σοσιαλιστών, αλλά και ο Ραχόι της έως τότε κυβερνώσας Δεξιάς; Και περίμενα ν’ ακούσω τους στιλίστες τους δικούς μας, αυτούς που ανέμιζαν απέναντι στους Συριζαίους γύφτους τα ντοκτορά τους στο dress code, τίποτα.

Είπα γύφτους, και συγχρονίστηκα με γλώσσα ιεραρχική:


Ο Άριος άγιος. Μέρες μάχης για το σύμφωνο συμβίωσης, όπου κάποιοι είχαν την απαίτηση, άντε τον ευγενή πόθο, να αποδεχτεί η Εκκλησία την ομοφυλοφιλία, κι έτσι χαθήκαμε σ’ έναν γενικότερο σκανδαλισμό, αντί να εστιάσουμε στους συνήθεις ρήτορες του μίσους, Καλαβρύτων, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς –και να τους στείλουμε επιτέλους στον εισαγγελέα, με τον αντιρατσιστικό νόμο. Ανακαλύψαμε έπειτα και τον Κορίνθου, που ευχήθηκε στον πρωθυπουργό να δει τα παιδιά του να υπογράφουν σύμφωνο συμβίωσης, παναπεί να του γίνουνε γκέι, και πέρασε έτσι απαρατήρητος άλλος άγιος, ο Γόρτυνος.

Που, με αφορμή το σύμφωνο, μολόγησε άλλα κουκιά: «Ντροπή τους, ντροπή τους, που πρόδωσαν τα αγνά ήθη της επαρχίας μας και ψήφισαν αυτόν τον αισχρό νόμο. Η Μητρόπολη είναι ανοιχτή για όλους, για όλους. Θα δεχόμαστε τον γύφτο και την γύφτισσα, την αμαρτωλή πόρνη, αλλά όχι τους βουλευτές που ψήφισαν αυτόν τον νόμο…»

Ώστε τον γύφτο και τη γύφτισσα, του ξέφυγε ο προφανώς βαθιά ριζωμένος ρατσισμός του αγίου, υπηρέτη, υποτίθεται, του αποστολικού ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην


Φαρσοκωμωδία ή τραγικωμωδία; Θα μπορούσε να είναι σκηνή από χοντροκομμένη ανατρεπτική κωμωδία, τύπου Μπόρατ: στρατιωτική μπάντα παιανίζει τον εθνικό ύμνο, από δίπλα στρατιωτικό άγημα ψάλλει τον εθνικό ύμνο, και μπροστά ο πρόεδρος της Δημοκρατίας ψάλλει κι αυτός, μεταρσιωμένος, τον εθνικό ύμνο.

Πού το κωμικό και το ανατρεπτικό; Στο άγημα που υποτίθεται πως ψάλλει, όμως επιδίδεται σε αγώνα αγριοφωνάρας και φάλτσου, τέτοιον που ούτε επίτηδες να το ’κανε, για να γελοιοποιήσει δηλαδή γαλόνια και παράτες. Και το μεν φάλτσο αναπόφευκτο, αφού το άγημα δεν σχηματίζεται με βάση φωνητικά προσόντα αλλά παράστημα κτλ., όμως η αγριοφωνάρα είναι του είδους που απαιτείται όταν παρουσιάζεται, αναφέρεται κ.ο.κ. ο στρατευμένος στον στρατόκαυλο ανώτερό του. Και τέλος, σκέτα κωμικό, αν όχι γελοίο, το θέαμα του ανώτατου άρχοντα που, θαρρείς σε μέρες ύψιστου εθνικού κινδύνου, με τα φουσάτα των εχθρών στα σύνορα κιόλας, εμψυχώνει στρατό και λαό.

Η σκηνή, σαν σε τριτοκοσμική στρατοκρατική χώρα, πριν ή μετά την επίσημη δοξολογία της Πρωτοχρονιάς, έξω απ’ τον Άγιο Διονύσιο της Σκουφά. Εκεί όπου το βράδυ της Ανάστασης μπάντα και γκαρίζον άγημα ανταγωνίστηκαν νικηφόρα τις πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες και το «Χριστός ανέστη» των παπάδων.

Υπάρχει, λέει, σχετική εγκύκλιος, ή κάτι τέτοιο, που προβλέπει να ψέλνουν τα μέλη του αγήματος τον εθνικό ύμνο την ώρα που παίζει η μπάντα (έτσι δικαιολόγησαν και τη μεγαλειώδη απρέπεια της υπερκάλυψης του "Χριστός ανέστη"!), εγκύκλιος που πάντως άρχισε, διόλου τυχαία, να εφαρμόζεται τώρα τελευταία, ώσπου, με το πλήρωμα του χρόνου, ο τέντζερης της προϊούσας στρατοκαυλίασης κύλησε και βρήκε το καπάκι ονόματι Καμμένος.

Ελπίδα, μάλλον καμία.


Σπιθαμιαίος Άδωνης. Πανηγυρίζει ακόμα η στήλη για τα αποτελέσματα των εκλογών της ΝΔ, του α΄ βεβαίως γύρου, εκεί που αποτυπώθηκε η πραγματική δύναμη των τεσσάρων υποψηφίων.

Όπου στραπατσαρισμένος τελευταίος, ο όντως τελευταίος της ελληνικής πολιτικής σκηνής, όλων των εποχών, θα έλεγα, όσο πιο σοβαρά γίνεται. 11 κάτι το ποσοστό του, στον βασικό κορμό της παράταξής του. Μετρήθηκε λοιπόν, τόσος είναι, και πάλι πολύς, λέω εγώ, τόσος δα όμως σε σχέση με ό,τι φαντασιωνόταν και διαλαλούσε ο ίδιος.

Το ότι στο μεταξύ ορίστηκε αντιπρόεδρος του κόμματος είναι άλλο θέμα, που μιλάει πιο πολύ για το είδος της πολιτικής που ευαγγελίζεται ο παλαιότατης κοπής μα τάχα νέος Μητσοτάκης. Το ότι κάποτε μπορεί να φτάσουμε να τον δούμε κι άλλο παραπάνω, κι αυτό είναι τώρα άλλο θέμα, και δεν θα αποτελεί έκπληξη ουσιαστικά μεγαλύτερη από το πού έφτασε ήδη ένα τέτοιο πρόσωπο, με την τεράστια βεβαίως βοήθεια όλων των μίντια, και κυρίως, μην ξεχνάμε, με το οριστικό, επίσημο ξέπλυμά του από ένα σοσιαλιστικό κόμμα, που τον πήρε και τον έκανε συγκυβερνήτη του (υφ)υπουργό.

Για την ώρα, ειλικρινά κατάπληκτος για τη λίγη σημασία που αποδόθηκε στην ήττα, που εγώ, αν ήταν στο χέρι μου, πρωτοσέλιδη θα την είχα κάνει, για την ώρα, ξαναλέω, η στήλη ντύνεται γιορτινά, πανηγυρίζει: ευοί ευάν, όπως θα του άρεσε κι εκείνου!

buzz it!

17/1/16

Δημοσιογραφία και κοινή λογική

(Εφημερίδα των συντακτών 16 Ιαν. 2016)


Δεν ήθελα να βρομίσω παραπάνω το κείμενό μου για τον Στέφανο Στεφάνου και την απρέπεια του Γλέζου (9/1) και περιορίστηκα σ’ ένα υστερόγραφο, λέγοντας πως αυτοσχολιάζονται τα όσα ποταπά κυκλοφορούσαν ήδη στο διαδίκτυο, και ειδικά στο σάιτ και στο φέισμπουκ της εφημερίδας, κατά του Νίκου Κιάου, που πρώτος είχε επισημάνει εδώ την απρέπεια του Γλέζου.

Έγραφα λοιπόν για τον θάνατο του Στέφανου Στεφάνου, τις τιμές που του απέδωσε ο πολιτικός χώρος στον οποίο ανήκε, ο ΣΥΡΙΖΑ, και την απρέπεια του Γλέζου να επιτεθεί, με επικήδειο-ποίημά του, στον χώρο ακριβώς στον οποίο ανήκε ο νεκρός, στον ίδιο τον νεκρό από μιαν άποψη. Και ήδη οργίαζαν ροπαλοφόροι στο διαδίκτυο, ερήμην του νεκρού και της ταυτότητάς του, ερήμην της χειρονομίας του Γλέζου –που είπε δηλαδή ό,τι θα είχε ίσως νόημα σε κηδεία ορκισμένων αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ, στελεχών λόγου χάρη, ή μάλλον ιδίως, της ΛΑΕ.

Φτιάχτηκε έτσι ένα εντυπωσιακά απλουστευτικό σχήμα: ο αγωνιστής και άρα εξ ορισμού μη υβριστής Γλέζος από τη μια, κι από την άλλη ο άρα υβριστής του Γλέζου Νίκος Κιάος, που διανοήθηκε επιπλέον να χαρακτηρίσει «ηγέτη», άκουσον άκουσον, τον Τσίπρα, ο οποίος χαιρέτησε θερμά τον Γλέζο, παρά την επίθεση που είχε δεχτεί.

«Έστειλε στην κηδεία σου στεφάνια η εξουσία ν’ απαλύνει την ντροπή της…», είπε ο Γλέζος, που δεν είχε φανταστεί, όταν έγραφε το ποίημά του, πως δεν θα έστελνε απλώς στεφάνια, μα θα εκπροσωπούνταν, πολλαπλώς και σε ανώτατο επίπεδο, η εξουσία, αυτή, ξαναλέω, την οποία στήριζε ο νεκρός. Και την οποία εξουσία, εντέλει, αν δεν πήγαινε στην κηδεία, θα την κατακεραύνωνε, ο ίδιος ο Γλέζος και ο χορός του ίντερνετ μετά, πως κρύφτηκε απ’ την ντροπή της, όμως εκείνη πήγε, κι ωστόσο δέχτηκε και πάλι (ή γι’ αυτό!) του κόσμου τις κατάρες και τους κεραυνούς!

«Αυριανιστής» λοιπόν, «πουλημένος», «αυλοκόλακας», ποίσος και δείξος ο Κιάος, που ούτε αυτόν, λέω εγώ, τον ήξεραν οι ροπαλοφόροι, «αυριανιστική» κι η εφημερίδα, «πουλημένη κυβερνητική», «ημιεπίσημο κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ» κτλ.

Στάση εδώ, να δείξω πως όχι μόνο τον Στεφάνου και τον Κιάο αλλά ούτε την εφημερίδα δεν ήξεραν καν οι χουλιγκάνοι, δεν ήξεραν δηλαδή, δεν είχαν παρατηρήσει, ότι πέρα απ’ τα 3/4, αν δεν λέω πολλά κιόλας, του πολιτικού τμήματος, που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ, στην υπόλοιπη εφημερίδα: ελεύθερο, καλλιτεχνικό, αθλητικό, τελευταία σελίδα-βιτρίνα, και κυρίως αρθρογράφους, η αναλογία αντιστρέφεται, συχνά με τον πανηγυρικότερο, εννοώ κραυγαλέο, τρόπο.  Άλλη, μεγάλη ιστορία όμως αυτή, η καταστατική πολυφωνία που κάποτε γίνεται ηχηρή κακοφωνία, ή που, το βασικότερο, προσμετράει στις φωνές και κάποιες, όχι λίγες, άναρθρες κραυγές, σε επίπεδο στοιχειώδους ήθους εννοώ και ακόμα στοιχειωδέστερης δημοσιογραφικής δεοντολογίας, ανεξάρτητα δηλαδή από τις όποιες πολιτικοϊδεολογικές πεποιθήσεις.

Κάποια στιγμή η εφημερίδα διαχώρισε τη θέση της, σημειώνοντας ότι τα ενυπόγραφα άρθρα, όπως τώρα του Νίκου Κιάου, εκφράζουν τον συντάκτη και όχι κατ’ ανάγκην και την ίδια. Κι έμεινε μόνος ο συντάκτης, απέναντι στη μανία του «πλήθους». Η οποία παροξύνθηκε από το άρθρο άλλου συνεργάτη, του Γ. Σταματόπουλου (7/1), που σε μια μίνι πραγματεία «Περί ύβρεως και υβριστών» καταλήγει πως δεν μπορεί, πάλι εξ ορισμού, να είναι ο Γλέζος όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά, όπερ έδει δείξαι. Άρα ο υβριστής εντέλει είναι ο Κιάος, γι’ αυτό, φύγε, Κιάο, κρατάω μαχαίρι, έγραφε σε υστερόγραφο· κατά λέξη: «Αγαπητέ, Νίκο, θα σε παρακαλούσα να μην ανταλλάξουμε λόγια όταν ανταμωθούμε στα Εξάρχεια»! – Το αίμα αυτού εφ’ ημάς…, αλάλαξε το «πλήθος»: «φτύσιμο» όταν τον δούμε στα Εξάρχεια κ.ά.

Για την ώρα, τυχερός ο Κιάος, το λιντσάρισμά του υπήρξε μόνο ηθικό. Συνεχίζεται ωστόσο:

Πέρασε κοντά μία βδομάδα, και ιδού, στην ίδια ακριβώς γραμμή, και η τελευταία σελίδα (Δημ. Νανούρης, 11/1). Πάλι ερήμην του νεκρού και της ταυτότητάς του, πάλι εν γένει, εξ ορισμού και μεταφυσικώ τω τρόπω εκτός ανθρώπινης βολής ο Γλέζος, μένουν, ξανά εξ ορισμού, «αυτόκλητοι αυλοκόλακες» οι άλλοι, που «αναλαμβάνουν αυτοβούλως και εργολαβικώς [sic] την υπεράσπιση του ηγέτη», του Τσίπρα, ενώ δεν ήταν, δεν έπρεπε, δεν νοείται να είναι αυτό το θέμα!

Επανέρχομαι έτσι. Το θέμα δεν είναι η υπεράσπιση του Στέφανου, που τόσο βάρβαρα, ανιστόρητα προπάντων, τον χρησιμοποίησαν και τον χρησιμοποιούν για δικούς τους μικροπολιτικούς σκοπούς άνθρωποι που δεν ήξεραν καν το όνομά του, γράφοντας μάλιστα πως είχε «την ατυχία να του λάχουν διάσημοι πλην ασήμαντοι μαθητές», όπως λ.χ. καταλήγει ο αρθρογράφος της τελευταίας σελίδας. Και δεν είναι βεβαίως η υπεράσπιση του Νίκου Κιάου, που κι αυτός συμπτωματικά και μόνο έπεσε στην αρένα του αντιτσιπρισμού.

Ψιλά γράμματα κατάντησε να είναι όλα αυτά. Εδώ ξεμείναμε από λογική. Ποιο ήθος…

buzz it!

9/1/16

Ο Στέφανος… η τιμή… και η μικρότητα

(Εφημερίδα των συντακτών 9 Ιαν. 2016)


Ο Στέφανος…

«Είναι πολλά χρόνια που έχω καταλήξει στο ότι η ανθρώπινη ζωή –γιατί όχι απλώς η ζωή;– είναι μια “αξία” που δεν μπορεί να συγκριθεί σε τίποτα με άλλες αξίες. Τότε όμως ζούσαμε σε συνθήκες στις οποίες, αν θέλαμε να σταθούμε στο μπόι του ανθρώπου, έπρεπε πρώτα να έχουμε αποφασίσει για το αναλώσιμο της δικής μας ζωής. Αυτό ίσως ήταν ικανό να μας βοηθήσει να αποφασίζουμε για την ανάλωση και του Άλλου –φυσικά του αντιπάλου.

»–Τι εννοείτε μιλώντας για το “μπόι του ανθρώπου”;

»Εννοώ αυτό ακριβώς που λένε οι λέξεις “μπόι” και “άνθρωπος”. Και η λέξη “άνθρωπος” δεν είναι μόνο ένα οντολογικό σημαίνον. Αθροίζει, ως σημαινόμενο, ιστορικές κατακτήσεις, προαιώνιες και σύγχρονες ηθικές κατηγορίες, κάτι που θα έλεγα πως εκφράζεται με τον αυτοσεβασμό του ζωικού και του κοινωνικού μας είναι. Και το ανάστημα, για να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την ωραία αρχαιοελληνική λέξη, εκφράζει την όσο και πιο πάνω, την όσο και πληρέστερη σημασία αυτού του σεβασμού. Έτσι νομίζω ότι μπαίνουμε σε μια εποχή όπου το μπόι του ανθρώπου συνεχώς δοκιμάζεται ή ακυρώνεται.»

Ο Στέφανος Στεφάνου, στην αυτοβιογραφία του, όπου αυτοχαρακτηρίζεται, στον τίτλο κιόλας: Ένας απ’ τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς: όχι από σεμνότητα, δήλωνε επίμονα, αλλά επειδή «τότε ήμασταν πολλοί, κι ήμουν ένας απ’ τους πολλούς».

Είναι σωστό αυτό που λέει ο Στέφανος: ήταν τότε πολλοί· κι άλλο τόσο σωστό πως ο ίδιος ήταν απ’ τους λίγους, τους πολύ λίγους.


η τιμή…

«Έφυγε σε ηλικία 90 ετών…» πιάνει τ’ αφτί μου στο βραδινό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ1, και στήνομαι να παρακολουθήσω, σχεδόν μην πιστεύοντας πως θα μιλούσαν για τον Στέφανο Στεφάνου, που είχε φύγει μία μέρα πριν, ανήμερα Πρωτοχρονιά. Ναι, ήταν για τον Στέφανο: η κατάπληξη έγινε συγκίνηση, είπα να τηλεφωνήσω στον Παντελή, αλλά ώσπου να πάρω, σκέφτηκα, θα τελειώσει. Έμεινα έτσι ν’ ακούω, και όχι, δεν τελείωνε: παλιοί του συναγωνιστές, συνεξόριστοι κ.ά., ο Αριστείδης Μανωλάκος, ο Νίκος Κιάος, ο Θανάσης Καλαφάτης, ο Κωστής Γιούργος, δεν τους συγκράτησα όλους, με λίγα αλλά ουσιαστικά λόγια σκιαγράφησαν το πορτρέτο του Στέφανου Στεφάνου, της ίδιας της ιστορίας της Αριστεράς. Τηλεφώνησα αμέσως μετά στον Παντελή: «Ε λοιπόν, έχουμε κυβέρνηση της Αριστεράς», του είπα, μισοαστεία μα εντέλει σοβαρά· «με ποια άλλη κυβέρνηση θα είχε γίνει τέτοιο αφιέρωμα;»

Αυτήν εξάλλου την κυβέρνηση είχε στηρίξει ο νεκρός φίλος, παλιός κομμουνιστής που ακολούθησε έπειτα σ’ όλη της τη διαδρομή την ανανεωτική Αριστερά, μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, στην ομάδα του «Χάους», με συνοδοιπόρους, από κοινούς και από καιρό φευγάτους φίλους, τον Δήμο Μαυρομμάτη και τον Αντώνη Καρκαγιάννη, στο ΚΚΕ Εσωτερικού, στον Συνασπισμό, στον Σύριζα, πάντοτε κριτικός αλλά και πάντα ενεργός.

Είχε συγκεκριμένη ταυτότητα λοιπόν ο Στέφανος Στεφάνου, δεν ήταν γενικά και αόριστα αριστερός, ταυτότητα για την οποία λίγο έλειψε να αφήσει τη ζωή του στις φυλακές και στα ξερονήσια, κι έτσι πιστεύω θα τη διεκδικούσε και τώρα.

Κι η παράταξη την οποία στήριξε, αυτή τον τίμησε, με την παρουσία του πρωθυπουργού και τριών υπουργών, του Αριστείδη Μπαλτά, του Νίκου Φίλη και του Πάνου Σκουρλέτη στην κηδεία του. Κανένας άλλος πολιτικός χώρος δεν εκπροσωπήθηκε –και δεν αναφέρομαι φυσικά στον κόσμο, τον πολύ κόσμο που ήρθε να τιμήσει τον άνθρωπο και φίλο. Δεν ενώθηκαν λ.χ. όλες οι τάσεις της Αριστεράς πάνω απ’ το φέρετρό του, όπως θα ήθελε μια κοινότοπη ρητορική: μόνο ο Σύριζα ήταν επίσημα παρών –δείγμα της μικροπρέπειας και της μισαλλοδοξίας του νέου μας διχασμού.


…και η μικρότητα

Κι όμως, βγήκε να χαιρετίσει τον νεκρό ο Μανώλης Γλέζος, ήμουν απέναντί του στη μικροσκοπική εκκλησία, άρχισε κάπως ποιητικά και συγκινητικά (δεν ήξερα τότε πως ήταν όλο ποίημα δικό του), ώσπου κατέληξε: «Έστειλε στην κηδεία σου στεφάνια η εξουσία / ν’ απαλύνει τη ντροπή της για το ρεζιλίκι της / μα δεν υπάρχει συγγνώμη να σβήσει την υποταγή». Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι: δεν στέκουν σε κηδεία τέτοια λόγια, και οπωσδήποτε απέναντι στον συγκεκριμένο νεκρό!

«Μ’ όλο τον σεβασμό» του είπα έπειτα στον καφέ, «το βρίσκω μικροπρεπές και ασεβές αυτό που είπατε, αφού το ξέρετε ότι αυτή την “εξουσία” στήριζε ο νεκρός»· «Είχε όμως απογοητευτεί» είπε με μένος μια κυρία δίπλα του. «Κι εμείς έχουμε απογοητευτεί, εδώ όμως είν’ άλλο» είπα. «Τον ήξερα καλά τον Στέφανο» μίλησε τώρα, ήρεμα έως απαθώς ο Γλέζος, «νομίζω πως το ποίημά μου τον εκφράζει απολύτως· αυτή είναι η γνώμη μου».

Τη δική μου την είχα πει· έφυγα, με την πίστη πως το χρωστούσα στον νεκρό.

Στον Στέφανο που, 75 χρόνια ανησύχαστος, αν μετρήσω από τη στράτευσή του, στα δεκαπέντε του, έφυγε ήσυχος, ο σοφός.


ΥΓ. Τα όσα αχαρακτήριστα διάβασα στο ίντερνετ για ανάλογο σημείωμα εδώ του Νίκου Κιάου πιστεύω πως αυτοσχολιάζονται επαρκώς.

buzz it!

2/1/16

ΚΚΕ και ανθρώπινα δικαιώματα - «Το εγχειρίδιο του καλού Κνίτη»

(Εφημερίδα των συντακτών 2 Ιαν. 2016)


ΚΚΕ και ανθρώπινα δικαιώματα

Οι κανιβαλικές ιαχές του πρώην χωροφύλακα και νυν μητροπολίτη Αμβρόσιου και γενικά η στάση ιεραρχών και Εκκλησίας στο θέμα της ομοφυλοφιλίας και στο σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών σχεδόν μονοπώλησαν τη δημοσιότητα, ρίχνοντας τη σκιά τους σ’ αυτό που θα ’πρεπε, κατά τη γνώμη μου, να απλώνεται σε πρωτοσέλιδα και να γεμίζει σελίδες: την καταψήφιση του συμφώνου από το ΚΚΕ.

Γιατί εδώ δεν είχαμε να κάνουμε με αντιπολιτευτικές απλώς πιρουέτες του ΚΚΕ, όπως λ.χ. με την ιθαγένεια. Ούτε ήταν –ή μάλλον: δεν ήταν μόνο– η πάγια «αδράνεια» ενόψει του σοσιαλιστικού παραδείσου που θα λύσει αυτομάτως όλα τα προβλήματα των κολασμένων της γης. Αυτήν τη φορά υπήρχαν «θέσεις», υπήρχαν «απόψεις» για τις ανθρώπινες σχέσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα γενικότερα, για την ομοφυλοφιλία και για την οικογένεια ειδικότερα.

Από μια σκοπιά υπήρξε άθλος μέγας να αρθρωθούν τυπικά σε λόγο και έπειτα να εμφανιστούν σαν επιχειρήματα οι πλέον κοινότοπες και πρωτόγονες ομοφοβικές αντιδράσεις, δεν θα πω καν απόψεις, ντυμένες με επιστημονικά και κοινωνιολογίζοντα ράκη, κοινώς ξέφτια, κουρέλια.

Κατά το ΚΚΕ, μια «ιδιωτική υπόθεση», ένας σεξουαλικός προσανατολισμός που «έχει τις ρίζες του σε χρόνια κοινωνικά προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, στα βιώματα των παιδιών μέσα στην οικογένεια, στο ευρύτερο οικογενειακό, φιλικό, σχολικό περιβάλλον, στην ενδοοικογενειακή βία», μια τέτοια λοιπόν «ιδιωτική υπόθεση» με το σύμφωνο «ανάγεται σε οικογένεια»!

Ενώ, κατά το ΚΚΕ, ένας τέτοιος σεξουαλικός προσανατολισμός, προφανώς αρρωστημένος, παθολογικός, αφού είναι προϊόν πολλαπλών παθογενειών, και ιδιαίτερα «η ικανοποίηση της σεξουαλικότητας [sic!] ή η συμβίωση από μόνη της, ακόμα και στο πλαίσιο μιας φοιτητικής συγκατοίκησης» [;] δεν νοείται να «παράγουν κοινωνικά δικαιώματα»: «Δικαιώματα και υποχρεώσεις γεννιούνται στο πλαίσιο του γάμου, που αποτελεί τη νομική έκφραση της κοινωνικής σχέσης της οικογένειας», ο οποίος γάμος, μόνο αυτός, μπορεί να  «παρέχει κοινωνική προστασία των παιδιών, τα οποία βιολογικά είναι αποτέλεσμα της σεξουαλικής σχέσης άντρα και γυναίκας».

Και επειδή μπορεί και το ίδιο το ΚΚΕ να δυσκολεύτηκε να ακολουθήσει τη συλλογιστική του, παρέπεμψε, για ασφάλεια και κατά τα γνωστά, στη «διαμόρφωση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας», τότε που «οπωσδήποτε θα διαμορφωθεί νέος τύπος συμβίωσης, ως σχετικά σταθερής ετεροφυλικής σχέσης και αναπαραγωγής».

Ώς τότε το ΚΚΕ καταψηφίζει.

Εμείς;

Εμείς να μνημονεύσουμε άλλη μια φορά τον Άγγελο Ελεφάντη, που δήλωνε κατηγορηματικά, σχηματικά ενδεχομένως, με το αποφθεγματικό και κάποτε απόλυτο ύφος του, πάντως κατηγορηματικά, ότι το ΚΚΕ δεν ανήκει στην αριστερά, ότι ένα κόμμα που δεν έκοψε ποτέ τον ομφάλιο λώρο που το δένει (μάλλον το στραγγαλίζει, όχι το ίδιο, τους μηχανισμούς του, αλλά σίγουρα τους οπαδούς του) με τον σταλινισμό, ένα τέτοιο κόμμα είναι εκτός αριστεράς.

Εμείς να πούμε τώρα πως ένα κόμμα με τέτοια στάση όχι σε επιμέρους διεκδικήσεις, οικονομικές κτλ., αλλά σε ανθρώπινες σχέσεις, σε ανθρώπους, στους ανθρώπους, στάση που κατέστρεψε ψυχές και ζωές αγωνιστών και ιδεολόγων, ανώνυμων και επώνυμων, ένα κόμμα με τέτοια αντίληψη για ανθρώπους και ανθρώπινα δικαιώματα μόνο αριστερό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.

Γιατί, ως γνωστόν, η στάση μας απέναντι σε ανθρώπινα δικαιώματα, ακόμα και ενός και μόνο ατόμου, είναι το μέτρο του πολιτισμού μας, έτσι όπως εύκολα και ανέξοδα θεωρητικολογούμε, είναι το απόλυτο μέτρο, στο προκείμενο, της αριστεροσύνης μας.


«Το εγχειρίδιο του καλού Κνίτη»

Έτος 1977, στον αναβρασμό της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, κυκλοφορεί από τον «Οδηγητή» ένα βιβλιαράκι Για την αγωνιστική, ταξική, πατριωτική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, όπως ήταν ο τίτλος του, «Το εγχειρίδιο του καλού Κνίτη», όπως χαρακτηρίστηκε αμέσως.

Κεντρικός άξονας, το γνωστό σύνθημα: «Πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα»,  με οδηγίες ωστόσο, αν όχι εντολές, για τον γενικότερο τρόπο ζωής, τις σεξουαλικές σχέσεις, ακόμα και την ώρα που θα έπρεπε να γυρίζει σπίτι της το βράδυ η καλή Κνίτισα!

Γενικά, «η ελληνική νεολαία, γαλουχημένη με τις πιο λεβέντικες κι αθάνατες αγωνιστικές παραδόσεις του εργαζόμενου λαού μας», μακριά από τον «λεγόμενο “αμερικάνικο τρόπο ζωής”», μακριά από «τα κάθε λογής  ανήθικα περιοδικά», «τον δρόμο της αλητείας, των πορνό» και από την «αγοραία “τέχνη”», οι νέοι λοιπόν πρέπει να μην κάνουν «αδικαιολόγητες απουσίες» στο σχολείο, να «τηρούν τη σωστή στάση απέναντι στους δασκάλους τους», «να τρέφουν πραγματική αγάπη στην οικογένεια», «να έχουν αισθηματικές σχέσεις με το άλλο φύλο που ν’ ανταποκρίνονται στα ιδανικά της προόδου»,  «να έχουν στέρεους συναισθηματικούς δεσμούς [...], να καταπολεμούν κάθε τάση εκφυλισμού και ηθικής διαφθοράς».

Ούτε μέρα δεν πέρασε από τότε.

Ούτε χρόνος από τον Μεσαίωνα.

buzz it!