19/9/09

Η κοινωνική ενόχληση

Τα Νέα, 19 Σεπτεμβρίου 2009

«Ο ΣΥΝ; Ο ΣΥΝ είναι απλώς κοινωνική ενόχληση» απάντησε με το πλέον απαξιωτικό ύφος ο συγγραφέας, και κάπως σαν ενοχλημένος, που υποβλήθηκε στον κόπο ν’ απαντήσει σε τέτοια ερώτηση.

Νά τουλάχιστον ένας ωραίος τίτλος, σκέφτηκα, σε μια απόπειρα να αντισταθμίσω την αλλεργία που μου προκαλεί ο μαριαντουανετισμός, που μόνο πολιτικός δεν είναι, ή που, εάν εντέλει είναι, για την ακρίβεια: αν καταλήγει να είναι πολιτικός, σίγουρα δεν έχει θετικό, δηλαδή προοδευτικό, πρόσημο.

διαβάστε τη συνέχεια:

Και πάλι σκέφτηκα, μήπως, από μιαν άλλη βεβαίως σκοπιά, αυτό ακριβώς, «κοινωνική ενόχληση», είναι ο Συνασπισμός, και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οσοδήποτε χαλαρός αυτός σχηματισμός που κι εγώ δεν καταφέρνω να παρακολουθήσω τα προχωρημένα μαθηματικά του, με τις ποικίλες συνιστώσες, τάσεις και ρεύματα, όλα αυτά που ορίζουν ωστόσο τον πιο οικείο μου χώρο;

Εν πάση περιπτώσει η φράση στην πηγή της, με τις πολύ συγκεκριμένες προθέσεις της, από το στόμα αριστερού συγγραφέα (Διονύσης Χαριτόπουλος, σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ), συμπυκνώνει μια αντίδραση του συρμού, η οποία υποκαθιστά την ουσιαστική, ιδεολογική κριτική με το υψωμένο φρύδι και το «πιφ!» της απαξίωσης.

Το γεγονός ότι βοήθησε τα μέγιστα η πορεία και η εικόνα που παρουσίασε ο ΣΥΡΙΖΑ τους τελευταίους μήνες θα είχε ίσως κάποια σημασία αν η απαξιωτική αντιμετώπιση ήταν κάτι καινούριο και όχι πάγια τακτική, απαξίωση που τις περιόδους των εκλογών γίνεται λυσσαλέα συχνά επίθεση. Γενικότερα στον ΣΥΡΙΖΑ, πιο πριν στον Συνασπισμό, πιο πριν στην ΕΑΡ, ακόμα πιο πριν στο ΚΚΕ Εσωτερικού αμφισβητήθηκε και αμφισβητείται απερίφραστα ο λόγος, αν όχι το δικαίωμα ύπαρξης.

Αλλά γιατί αποτέλεσε αντικείμενο κυρίως χλεύης ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ; Για τις ίντριγκες, για τις φατρίες και τον αλληλοσπαραγμό τους, για την ιδεολογική ασάφεια και πολυμορφία, που αποτυπώθηκε εσχάτως στη γελοιογραφική 11μελή «αρχηγία». Σίγουρα, δεν μπορεί να είναι επιχείρημα πολιτικό το «κοίτα ποιος μιλάει!», όμως ποτέ δεν μπόρεσε να κρυφτεί ούτε ο φατριασμός ούτε η ιδεολογική ασάφεια και πολυμορφία που ενδημούν και στα δύο μεγάλα κόμματα. Ειδικότερα η ιδεολογική πολυμορφία στο συγγενές ΠΑΣΟΚ υποδύεται την «πολυσυλλεκτικότητα», με τις κατά καιρούς μεταδημοτεύσεις επιφανών δεξιών, η οποία έρχεται να προστεθεί στην εγγενή ιδεολογική πολυμέρεια, αφού στο διακηρυγμένα σοσιαλιστικό κόμμα στεγάζονται και συχνά διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο κατεξοχήν συντηρητικοί πολιτικοί, θρησκόληπτοι φονταμενταλιστές, υπερπατριώτες εθνικιστές κ.ά.

Η διαφορά είναι ότι σ’ ένα μεγάλο κόμμα, κόμμα εξουσίας, η εξουσία ακριβώς ή και μόνο η προοπτική της συσπειρώνει τις οσοδήποτε ετερόκλητες δυνάμεις, και σε επίπεδο βάσης, εκλογικού σώματος, και σε επίπεδο στελεχών. Πολύ πιο εύλογα, η προοπτική της εξουσίας ή η παραμονή στην εξουσία εξασφαλίζουν κατά κανόνα την αποδοχή της εκάστοτε κομματικής ηγεσίας, του αρχηγού.

Εκτός όμως από τη χλεύη, υπήρξε και υπάρχει λυσσαλέα κριτική. Κορυφαίο και προνομιακό αντικείμενο κριτικής αποτέλεσε η στάση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στις ταραχές του Δεκέμβρη. «Πλήρωσε τον Δεκέμβρη» είναι το στερεότυπο με το οποίο όλοι μας πλέον εξηγούμε την πτώση από ένα αφύσικα υψηλό δημοσκοπικό ποσοστό που έπιασε κάποια στιγμή, ποσοστό που, κι αν δεν υπήρχε ο Δεκέμβρης, θα φυλλορροούσε μάλλον σίγουρα παραμονές της κάλπης. Τι πλήρωσε όμως, αλήθεια; Το ότι ζήτησε πρώτον να ακούσουμε, έπειτα να διακρίνουμε και να δούμε ότι δεν ήταν όλα έργο εντεταλμένων προβοκατόρων αλλά και έκφραση αγωνίας και οργής των νέων (ό,τι περίπου, αν όχι ακριβώς, θυμίζω, είπε και ο Ιερώνυμος, ή οι περισσότεροι ξένοι αναλυτές), και τέλος δεν υπέγραψε τις δηλώσεις μετανοίας και αποκήρυξης που του ζητούσαν παραδοσιακά εισαγγελικοί Πάγκαλοι και αφρισμένοι Αδώνιδες.

Αυτά ως προς το ύποπτα αφελές σχήμα ότι ο Αλαβάνος έκαψε την Αθήνα με τους μπιστικούς του. Γιατί, όταν εγκαταλείψουμε τις στημένες δίκες, μπορεί να υπάρξει, και υπάρχει, από τα μέσα, ουσιώδης κριτική:

«Η αυτόχειρ αριστερά» γράφει ο Νίκος Γ. Ξυδάκης («Πολιτική κριτική και λάιφσταϊλ», Καθημερινή 13.9.09) «παρασύρθηκε από έναν εύκολο κινηματισμό, έναν υπερακτιβισμό μάλλον, μια λατρεία της νεολαίας, χωρίς όμως να δίνει ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο στην ανησυχία, την αναταραχή, την ανυπακοή». Γράφει και άλλα επικριτικά ο Ξυδάκης, για να καταλήξει ότι, «παρ’ όλες τις αδυναμίες της, [...] αυτή η αριστερά, τα τελευταία χρόνια, ανταποκρίθηκε στο διάχυτο κοινωνικό αίτημα για άλλο πολιτικό λόγο και πράξη. Στρεβλά έστω, με αδυναμίες και μερικεύσεις, με αστοχίες, πάντως η αριστερά άκουγε το κοινωνικό σώμα, κυρίως τους αδύναμους και τους μη ακουόμενους, και τους έδινε φωνή, τη φωνή που δεν τους αναγνωρίζει κανείς άλλος.

»Υπερασπίστηκε επίσης, δυναμικά, τον δημόσιο χώρο, υπερασπιζόμενη ουσιαστικά το Σύνταγμα και τους νόμους, όπως στην περίπτωση της απελευθέρωσης των παραλιών. Η αντίθεσή της μάλιστα στην ανέγερση Μολ στον Ελαιώνα έδειξε ότι η αριστερά δεν φοβάται το συμβατικό πολιτικό κόστος, μπορεί να συγκρούεται με μεγάλα συμφέροντα και αγελαίες πεποιθήσεις».

Είναι χαρακτηριστική τώρα η περίπτωση του Ελαιώνα, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ αντιτάχτηκε στο χτίσιμο Μολ διασυρόμενος επί μήνες από δημάρχους, υπουργούς, παράγοντες του Παναθηναϊκού και τηλεστάρ δημοσιογράφους, ενώ υβριστικά πανό εις βάρος του κοσμούσαν τις κερκίδες των γηπέδων, χωρίς ποτέ να ακουστεί το παραμικρό π.χ. κατά του ΚΚΕ, που είχε ρητά δηλώσει την αντίθεσή του και για τα δύο έργα, το γήπεδο του Παναθηναϊκού και το Μολ.

Όμως, συνεχίζει ο ΝΓΞ, «οι σημερινοί χλευαστές της [αριστεράς] δεν στέκονται σε αυτά τα [θετικά] χαρακτηριστικά. Όπως δεν στέκονται ποτέ ερμηνευτικά και αναστοχαστικά, καταγραφικά και περιγραφικά έστω, απέναντι στις αναδυόμενες νέες ανάγκες, τις νέες επιθυμίες, τους νέους ανθρωπολογικούς τύπους. Κύρια ή και αποκλειστική έγνοια αυτών των σχολιαστών άλλωστε δεν είναι η κοινωνία, είναι η εξουσία. Και μάλιστα η διαχείριση, η νομή της εξουσίας».

Αλλά όταν το διακύβευμα είναι η εξουσία, όταν υπάρχει πολιτική και ιδεολογική διαπάλη, πρέπει κάθε παράταξη να είναι έτοιμη για κάθε μορφή πολέμου. Τώρα το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο οι εξ ορισμού αντίπαλες δυνάμεις, είναι κυρίως ο εαυτός του, από μέσα. Και είναι και ο κόσμος του. Που άλλη μια φορά, μάλλον πολύ περισσότερο αυτήν τη φορά, θα τιμωρήσει τον εαυτό του, όσο δεν τον τιμώρησε ποτέ Νεοδημοκράτης ή Πασοκικός, μ’ όλες τις ριζικές διαφωνίες που μπορεί να έχει με το κόμμα του, αφού ή όσο εκείνο του τάζει και του εξασφαλίζει εξουσία.

Οδεύει άραγε προς διάλυση ο ΣΥΡΙΖΑ, και ο ίδιος ο Συνασπισμός, ακόμα και αν κατορθώσει να μπει στη Βουλή; Το σίγουρο –και παλιό– είναι ότι κάτι τέτοιο αποτελεί τον διόλου κρυφό πόθο των άλλων κομμάτων. Το καινούριο είναι ότι αποτελεί σχεδόν εκφρασμένο πόθο όλο και μεγαλύτερου μέρους του κόσμου του δικού του, που απομακρύνεται απογοητευμένος, ή και αγανακτισμένος.

Η ένοχη συνείδηση της αριστεράς;

Ενδεχόμενη διάλυση ειδικότερα του Συνασπισμού θα είναι, πιστεύω, η μεγαλύτερη ήττα της αριστεράς, αν δηλαδή η αριστερά εκχωρηθεί στην αδράνεια και τον αυτισμό του ΚΚΕ, αν ο αριστερός κοινωνικός λόγος αφεθεί σ’ ένα κόμμα με προβεβλημένες πλέον θέσεις θρησκόληπτες και το χειρότερο εθνικιστικές.

Ακούγεται απόλυτη και θεωρητικολογούσα η άποψη αυτή, υπάρχει ωστόσο και πρακτικό, ας πούμε, επίπεδο, όπου η διάλυση ειδικά του Συνασπισμού πλήττει εξίσου την καθαυτό αριστερά όσο και την κεντροαριστερά, όπως εκφράζεται μέσα από το ΠΑΣΟΚ, γενικότερα το χώρο των προοδευτικών δυνάμεων. Γιατί, σε εποχή επικίνδυνης ανόδου της ακροδεξιάς, σε ποσοστά αλλά προπάντων σε διείσδυση στο κοινωνικό σώμα, μια ενισχυμένη αριστερά, για την ώρα, φευ, μια υπαρκτή αριστερά, είναι ο μοναδικός, πιστεύω, όρος, όχι για την ύπαρξη γενικώς και αορίστως της πολυφωνίας, που είναι πάντως αναγκαίο στοιχείο της δημοκρατίας, αλλά για τη συνεχή ιδεολογική μάχη, πέρα από τη διαχείριση της εξουσίας.

Αυτό όμως σημαίνει ότι τη θέλουμε την αριστερά, ότι θέλουμε να βαδίσουμε, να πορευτούμε αριστερά. Διαφορετικά, αυτός ο συγγενής που όλο και μας κόβει ψήφους, που συνιστά εμπόδιο στην επίτευξη της αυτοδυναμίας, παναπεί στην απόκτηση της εξουσίας, είναι σαφώς ενοχλητικός, συνιστά ενόχληση κοινωνική. Τότε αυτός ο φτωχός συγγενής μπορεί να είναι κάτι σαν ένοχη συνείδηση της αριστεράς, των αριστερών δυνάμεων που υποθηκεύουν την αριστερή ταυτότητά τους στην ιδεολογική απροσδιοριστία του ΠΑΣΟΚ, των αριστερών από την άλλη που βολεύονται με την ιδεολογική αφλογιστία ενός σταλινικού κόμματος, πολλών από εμάς που διαφυλάσσουμε σαν κόρη οφθαλμού την παρθενία του ανένταχτου, διατηρώντας το δικαίωμα στην αδιάλλακτη κριτική. Που είναι τώρα το δικαίωμα στην αυτοχειρία.

Σαφώς και είναι κοινωνική ενόχληση ο ΣΥΝ.



Βλ. και μία από τα ίδια: «Υπέρ χαμένων και σπαταλημένων», στις εκλογές του 2004· και «Δικομματισμός, η μήτρα του απολιτικού» και «Η νίκη της μη ιδεολογικής ψήφου», στις εκλογές του 2007

buzz it!