27/6/09

Πολιτιστική υποχώρηση, ανθρωπιστική έκπτωση

Τα Νέα, 27 Ιουνίου 2009

Μετά βίας ανεχόμαστε τον αλλόθρησκο, τον εβραίο, τον μειονοτικό, τον φίλαθλο αντίπαλης ομάδας, τον οπαδό αντίπαλου πολιτικού κόμματος, τον γείτονα και το σκυλί του, μα ρατσιστές δεν είμαστε ή ξενοφοβικοί, και ευτυχώς μας περισσεύει η ανοχή απέναντι στους μετανάστες!

Αποστροφή ή φόβο μάς γεννά καθετί καινούριο ή ξένο, καθετί που ξεφεύγει από τον έλεγχό μας, ιδέες, μόδα, γλώσσα, νεότερες γενιές -–πόσο μάλλον ο Ξένος

το πλήρες κείμενο:

Δίνουμε το λόγο στο ΛΑΟΣ, για ν’ ακουστούν έτσι δικές μας ξενοφοβικές απόψεις· κατανοούμε τους αγανακτισμένους πολίτες, για να αθωώσουμε δικές μας ξενοφοβικές ιδέες.

Με αυτά τα λόγια έκλεινα την περασμένη επιφυλλίδα, αφήνοντας ανοιχτό ένα τεράστιο θέμα, που πας να το πιάσεις απ’ τη μια, κι όλο σου φεύγει από την άλλη. Αναφερόμουν στα πλυντήρια βρόμικων ιδεών, τα κανάλια δηλαδή, κυρίως τα λεγόμενα σοβαρά, που με την υπερπροβολή των εκπροσώπων της άκρας δεξιάς μάς εξοικειώνουν και μας συμφιλιώνουν με το πρόσωπο του τέρατος, όπως είχα γράψει σχετικά πρόσφατα. Και προχωρούσα τώρα με τη σκέψη πως η συστηματική αυτή και άνευ αρχών προβολή ενδέχεται να κρύβει μιαν αόριστη, στην καλύτερη περίπτωση, σύμπνοια ή και ταύτιση του τηλεοικοδεσπότη με τον φιλοξενούμενο. Διαφορετικά, ο ιδεολογικός αμοραλισμός και ο πολιτικός καιροσκοπισμός με το κυνήγι της τηλεθέασης δεν φτάνουν να εξηγήσουν στάσεις παντελώς άσχετες με τα κρατούντα στον τηλεοπτικό μας κόσμο ήθη: αναφέρομαι στον γνωστό εισαγγελικό, συχνά ιταμό τρόπο των τηλεδημοσιογράφων, και μάλιστα των πιο προβεβλημένων των βραδινών δελτίων, που δεν ανέχονται μύγα στο σπαθί τους, ούτε το βήχα καν του οποιουδήποτε κοινωνικά και ταξικά παρακατιανού.

Ακόμα πιο σκεφτικός στέκεται κανείς απέναντι στην αιφνίδια ανακάλυψη του προβλήματος της μετανάστευσης και των άμεσων επιπτώσεών της, ιδίως σε υποβαθμισμένες συνοικίες κτλ. Πολλές είναι οι εύλογες -–κι ωστόσο διόλου επαρκείς–- ερμηνείες: η άνοδος της δύναμης του ΛΑΟΣ, η οποία οφείλεται στην οικονομική κρίση και στη δυσαρέσκεια του κόσμου που «τον εγκατέλειψε η πολιτεία», ανίσχυρο πλάι στην εξαθλίωση των μεταναστών και τη συναφή παραβατικότητα.

Πριν δούμε το μένος με το οποίο προβάλλεται ξαφνικά το πρόβλημα και η απαίτηση για την επίλυσή του, ή τον ζήλο με τον οποίο εκδηλώνεται η αμέριστη κατανόηση των δοκιμαζόμενων αγανακτισμένων πολιτών, ας σταθούμε λίγο στη στερεότυπη ερμηνεία της μετακίνησης στρωμάτων της εκλογικής βάσης, εν προκειμένω από τα αριστερά προς την ακροδεξιά. Έχω κι εδώ ξαναγράψει ότι η ερμηνεία με οπωσδήποτε βάσιμα οικονομικοκοινωνικά κριτήρια δεν παύει να είναι κατά βάθος πατερναλιστική, να κρύβει μια βαθύτερη υποτίμηση του «απλού λαού», που χωρίς ιδέες, χωρίς ιδεολογία δηλαδή, εξακτινώνεται από την αριστερά, ακόμα και την κομμουνιστική, στην άκρα δεξιά: φταίει, είπαμε, η παγκοσμιοποίηση και η βαθιά οικονομική κρίση, η ανασφάλεια με τους ξένους, με τον Πολωνό υδραυλικό στη Γαλλία, με τον Αλβανό οικοδόμο χτες εδώ και σήμερα με τον ανέστιο Αφγανό, κι αυτή η ανασφάλεια και ο φόβος θεωρείται όρος ικανός να μεταστρέψει όχι τους «εκλεκτούς» εμάς αλλά τον «απλό λαό» και να τον κάνει ψηφοφόρο του Καρατζαφέρη και χειροκροτητή των «παλικαριών» της Χρυσής Αυγής, στον Άγιο Παντελεήμονα φερειπείν.

Τότε τι; Είναι όλοι ρατσιστές ή ξενοφοβικοί; Κι εκείνοι και εμείς, σύμφωνα με τον εισαγωγικό συλλογισμό μου; Δεν ξέρω· οι πολιτικοϊδεολογικοί όροι σίγουρα τρομάζουν. Ας δούμε όμως τι σίγουρα είμαστε, ή πιο απλά τι σίγουρα αισθανόμαστε. Ας δούμε λοιπόν σε οποιαδήποτε συνθήκη της καθημερινής ζωής τη σχετική έως απόλυτη δυσανεξία, ενστικτώδη ώς έναν μεγάλο βαθμό ή καταστατική, δυσανεξία που κλιμακώνεται σε αποστροφή, μίσος, έχθρα κτλ., απέναντι: στον ετερόδοξο, τον αιρετικό, τον παπικό, τον παλαιοημερολογίτη, τον ιεχωβά, και ειδικά τον εβραίο, τον πάσης φύσεως μειονοτικό, τον τσιγγάνο, τον ομοφυλόφιλο, αλλά ακόμα και τον σεξουαλικά ελευθεριάζοντα (και ιδίως την –), τον φίλαθλο αντίπαλης και εν γένει διαφορετικής ομάδας, τον οπαδό αντίπαλου και εν γένει διαφορετικού πολιτικού κόμματος (και ιδίως μικρού!), τον απέναντι ή πλαϊνό ή παραδίπλα ανταγωνιστικό μαγαζάτορα, τον γείτονα με το μεγαλύτερο (ή το πολύ μικρό!) αυτοκίνητο, τον γείτονα που βάζει δυνατά μουσική, ή που βάζει διαφορετική από τα γούστα μας μουσική, τον γείτονα που ποτίζει νυχτιάτικα τα λουλούδια του, τον γείτονα με το σκυλί που γαβγίζει ασταμάτητα, τον γείτονα που κυκλοφορεί με τις κοιλιές του έξω στη βεράντα…, σελίδες θα μπορούσαμε να γεμίσουμε. Κι αν έτσι με τον γείτονα, πόσο μάλλον με τον ξένο!

Τι μας κρατάει να μη σφαζόμαστε όλη την ώρα, να μη σφαχτούμε οριστικά με τον γείτονα; Αυτό το μικρό και τεράστιο μαζί κλικ του διακόπτη, που λέγεται κοινωνικότητα, κοινωνικοποίηση, κοινοτική ζωή, πολιτισμός, η αρχικά (ή και για πάντα) αναγκαστική συνθήκη του κοινωνικού όντος που είναι υποχρεωμένο να συνυπάρξει, να συμβιώσει, μ’ όλες του τις διαφορές, τα πάθη και τα μίση. Γίνεται όμως αυτό; Ε, άντε, με τον γείτονα, και φτάνει πια, φτάνει τόσος αυτοέλεγχος και καταπίεση εννοώ, νισάφι! όχι και με τον ξένο! Μοιάζει απλοϊκό, μα είναι, νομίζω, θεμελιώδες.

Γυρίζοντας νύχτα σπίτι, ένα αυτοκίνητο που ερχόταν σταθερά από πίσω μου με στράβωνε με τους προβολείς του· όποιος οδηγεί, ξέρει πόσο επικίνδυνο, βασανιστικό και εξοργιστικό είναι αυτό· του έκανα διάφορα νοήματα, χαμπάρι! Κάποια στιγμή, δεν άντεξα, έβγαλα το χέρι απ’ το παράθυρο, σε μια παρατεταμένη, μεγαλόπρεπη μούντζα. Όταν πια σταμάτησα έξω απ’ το γκαράζ, σταμάτησε κι εκείνο: κοιτάζω απ’ το καθρεφτάκι και διακρίνω τον -–συμπαθέστατο μάλιστα–- γείτονα που είχε θέση στο ίδιο γκαράζ! Ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί… Έκτοτε κοιτάζω καλά καλά ποιος έρχεται πίσω μου, στη γειτονιά· γιατί αλλού, ούτε λόγος, μούντζα θα πέσει και πάλι.

Κοινωνικές αναστολές, ανάμεικτες με φόβο, δέος, ανάλογα, μέσα στην ίδια οικογένεια, στην ίδια γειτονιά, στο ίδιο χωριό, ανάλογα με τη θέση, μπορεί και ανώτερη, του άλλου, ορίζουν τη συμπεριφορά μας, ολόκληρο πλέγμα συμβάσεων και μικρών ή μεγάλων καταναγκασμών. Οπότε, με την πρώτη ευκαιρία, ευχαρίστως σπάμε την άτιμη την αλυσίδα, και πάλι, ανάλογα, πουλάμε εξουσία, τσαμπουκά, ή απλούστατα αφήνουμε ελεύθερα τα συναισθήματά μας, που είναι παγίως, πάντοτε, φόβος για καθετί καινούριο ή ξένο, δυσφορία έως αποστροφή για ό,τι ξεφεύγει από τον έλεγχό μας -–γνωστότατο το φαινόμενο, διέπει όλη μας τη ζωή, τη στάση μας απέναντι σε καινούριες ιδέες, σε αλλαγές στη μόδα, στη γλώσσα, γενικά απέναντι στις νεότερες γενιές κτλ.

Ο ύποπτος ρεαλισμός

Κακά τα ψέματα, το ΛΑΟΣ δεν βγήκε ενισχυμένο μόνο στον Άγιο Παντελεήμονα ή σε άλλες υποβαθμισμένες περιοχές. Αλλά και στα Βόρεια Προάστια. Ή σε αγροτικές περιοχές, όπου όλη η τοπική οικονομία στηρίζεται στους ξένους· που τους έχουν οι ντόπιοι σκλάβους, μ’ άλλα λόγια· κι απλώς τους θέλουνε πιο σκλάβους ακόμα, και όχι να σηκώνουνε κεφάλι, ζητώντας μεγαλύτερο (μα πάντα εξευτελιστικό) μεροκάματο. Και κακά τα ψέματα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις χωριών με ομολογημένα αρμονική συνύπαρξη από καιρό ντόπιων και ξένων, ώσπου στραβοκοιτάζει μια μέρα ο ξένος κάποιον στο καφενείο, κι αρχίζει το πογκρόμ, έφοδος στα σπίτια των ξένων, απαγόρευση κυκλοφορίας και άλλα εξίσου αδιανόητα κι ανατριχιαστικά.

Ξενοφοβία; Έστω πως όχι. Γιατί τότε θα έπρεπε να δεχτούμε πως είναι έμφυτη, εγγενής. Υποχώρηση πολιτισμού, όμως, οπωσδήποτε.

Κι εκεί αρχίζουν οι ευθύνες οι δικές μας. Που είναι ακόμα μεγαλύτερες όσο μικρότερες, ή και ανύπαρκτες, εμφανίζουμε τις ευθύνες των άλλων, του «λαού». Γιατί δεν νοείται να συμψηφίζεται η εξαθλίωση του οικονομικού μετανάστη και η όποια, παρεπόμενη, παραβατικότητα με την υποχώρηση βασικών συστατικών της ανθρώπινης συνθήκης, με λιντσαρίσματα, με σκούπες-πογκρόμ, με χώρους υποδοχής-στρατόπεδα συγκέντρωσης και άλλα αστυνομικά μέτρα. Και πάντως, ακόμα κι αν τα θεωρούσε κανείς απαραίτητα σε κάποια φάση διόγκωσης και όξυνσης του προβλήματος, το χειροκρότημα στα «παλικάρια» της Χρυσής Αυγής δείχνει ότι το πρόβλημα είναι εντέλει αλλού.

Και τότε ο λόγος: «Όποιος είναι έξω από το χορό, πολλά πολυπολιτισμικά τραγούδια ξέρει», έτσι εξάλλου επιθετικά και χλευαστικά που εκφέρεται, και μέσα στον προσχηματικό ρεαλισμό του και τη συσκοτιστική «αντικειμενικότητά» του, ακούγεται βαθύτατα ανησυχητικός. Περισσότερο κι από τις σιδερογροθιές και τα στειλιάρια των «παλικαριών».

Αλλά για τη «δική μας» στάση μένουν πολλά να πούμε.

buzz it!