24/5/08

Για λευκότερα λευκά ελληνικά

Τα Νέα, 25 Νοεμβρίου 2006

Η κυρία Λουκά «εξήλθε απ’ τα ρούχα της» με τον ασεβή Τζίμη Πανούση


Αν συνεχίσουμε να μεταφράζουμε καθημερινές εκφράσεις και λέμε π.χ. «δεν το έλαβα χαμπάρι ότι εξήλθε στους κινηματογράφους η ταινία τού Χ», θα μιλάμε σαν τα μεταφρασμένα αγγλικά των Greek kamaki

το πλήρες κείμενο:

Αν τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια παρουσιάστηκε μια εύλογη τάση βίαιου εκδημοτικισμού, τάση που πάντως αποδείχτηκε θνησιγενής, τι δικαιολογεί άραγε σήμερα μιαν αντίστροφη τάση εξίσου βίαιου, αν όχι βιαιότερου, εξαρχαϊσμού των πάντων;

Μακάρι να αποδειχτεί κι αυτή θνησιγενής, στη μακροϊστορία της γλώσσας. Για την ώρα μεγαλώνει, και αποφέρει ήδη καρπούς, αφού παρασκευάσματα αυτού του εξαρχαϊσμού, για να μην πω γλωσσικού βιασμού, κληροδοτούνται στις νεότερες γενιές σαν αυτονόητα.

Μια πρόχειρη σούμα:

–αυτονόητη θεωρείται η νέα λατρεία τής δύστροπης στη νεοελληνική γενικής, με αποτέλεσμα την υπερχρήση της όχι απλώς σε ουσιαστικά που δεν τη δέχονται («των σουπών» και «των κοτών») αλλά, χειρότερα, σε ρήματα που ποτέ δεν συντάσσονταν έτσι («μετέρχομαι κάθε μέσου»)·

–αυτονόητοι οι πλήθος αρχαΐζοντες υβριδικοί ρηματικοί τύποι («διανοείτο») ή αμιγώς αρχαϊκοί («ηρνείτο»)·

–αυτονόητη η επαναφορά της λόγιας σύνταξης «αφορά σε», ακόμα και στις περιπτώσεις που «αρχαιόθεν» το αφορώ συντασσόταν με απλή αιτιατική·

–αυτονόητη η αναστροφή της πορείας τού ως προς το σαν, με αποτέλεσμα την πλήρη σχεδόν επικράτηση τού ως, σε πείσμα ακόμα και κάποιων ψευδοδιακρίσεων (όπως αυτές που εισάγει η τάχα μη ρυθμιστική Γραμματική Μπαμπινιώτη)·

–αυτονόητη η επιστροφή και γενίκευση της αρχαίας κατάληξης -ούς όχι μόνο στη Σαπφώ αλλά ακόμα και σε λαϊκά ή υποκοριστικά ονόματα (της «Αργυρούς» και της «Γωγούς»), και γενικότερα αυτονόητη η διατήρηση των αρχαίων καταλήξεων (του Έκτορος, του Πάριδος).

Έχω ξαναγράψει ότι αυτό που αποκαλείται «μαλλιαρισμός» υπήρξε καταρχήν άμυνα στον αττικισμό και οπωσδήποτε βάδιζε προς την κατεύθυνση την οποία έδειχνε η εξέλιξη της γλώσσας· από κει και πέρα –ώς ένα βαθμό αναπόφευκτα– συχνά ξεπερνούσε τα όρια και τη δυναμική της ίδιας της γλώσσας. Έτσι, κάτω από το βάρος των υπερβάσεων και των υπερβολών της, η τάση αυτή έσβησε, αφού επιπλέον συνάντησε την αντίδραση και των δημοτικιστών. Σε τι όμως αμύνεται σήμερα πια η «γλώσσα», και τι επιζητούν διάφοροι γλωσσοπατέρες, μεταλλαγμένοι καθαρευουσιάνοι ή απροκάλυπτα αρχαϊστές; Κι ό,τι κορόιδευαν κάποτε στον μαλλιαρισμό, υπαρκτές υπερβολές ή πλαστές, προβοκατόρικες κατασκευές όπως «Κεχριμπάρα» η Ηλέκτρα και «Παλιοκουβέντας» ο Παλαιολόγος, το λούζεται σήμερα η γλώσσα απ’ τη μεριά του νέου καθαρισμού, με τις αναρίθμητες «ελληνικούρες» που διαπράττονται εν ονόματι της Μιας και Ενιαίας, άρα της «πολυτυπίας».

Έχει γίνει όμως πια φανερό, θα έχει βαρεθεί εδώ τα παραδείγματα ο αναγνώστης, ότι πολυτυπία σημαίνει αυστηρώς και μόνο διεκδίκηση του αρχαϊκού τύπου, όχι απλώς πλάι στον νεότερο αλλά συχνά σαν μοναδική εκδοχή: μονοτυπία δηλαδή, τελεία και παύλα.

Στις δύο τελευταίες επιφυλλίδες (βλ. εδώ, α και β) ξεκίνησα από το νέοτερο φετίχ, που ήρθε να προστεθεί σε πλήθος άλλα, το ρήμα λαμβάνω, που αποκλείει πια το νεοελληνικό παίρνω· ακόμα χειρότερα, «μεταφράζει» το παίρνω σε νεοελληνικές, λαϊκές εκφράσεις· και πλέον «χειροτερότατα», γίνεται ρήμα πασπαρτού, για κάθε λογής χρήσεις, παντελώς άσχετες και με το παίρνω και με το λαμβάνω.

«Μετάφραση» εκφράσεων του καθημερινού λόγου είδαμε ήδη, π.χ. με την ταινία που «θα εξέλθει στους κινηματογράφους». Θα μας ξημερώσει άραγε η μέρα που κάποιος «θα εξέρχεται σκάρτος», και άλλος θα «λαμβάνει φόρα» για να τρέξει; Η Κεχριμπάρα δηλαδή και ο Παλιοκουβέντας απ’ την ανάποδη, σε ηπιότερη έστω, πλην ρεαλιστικότατη μορφή; Ή αλλιώς: οδηγούμαστε σε ελληνικά αντίστοιχα των «αγγλικών» των Greek kamaki;

Ένας γλωσσικός ευπρεπισμός απλώνει σιγά σιγά (για να μην τον «λάβουμε είδηση») το βέβηλο χέρι του: «οι παίκτες της Εθνικής φυσούν», διαβάζω, γιατί θα φάνηκε μαλλιαρό το φυσάνε· και η τάδε «δεν είχε πρόβλημα με τον Θέμο, που της τα σέρνει», για να αποφευχθεί κι εδώ η λαϊκότερη έκφραση τα σούρνει!

Φτάσαμε στο σημείο να μη γίνονται δεκτοί τύποι ισότιμοι σε κάθε πια γραμματική: ένα καινούριο τηλεπαιχνίδι αναγγέλλεται στις εφημερίδες «Πώς τον λέν’ τον ποταμό», με απόστροφο, γιατί μόνο ο τύπος λένε αναγνωρίζεται. Αλλά έστω κι έτσι, παρά την ορθογραφική αγκύλωση, διασώζεται ο κοινολεκτούμενος τύπος λεν, όπως παραδίδεται στο γνωστότατο τραγούδι του Χατζιδάκι, που χρησιμοποιήθηκε για τίτλος του παιχνιδιού.

Βρέθηκε όμως μεταφραστής που χρησιμοποίησε αποσπάσματα άλλων μεταφράσεων, με μια γενική, αρχική σημείωση πως επιφέρει «ορισμένες ενίοτε τροποποιήσεις τις οποίες επέβαλε η πληρέστερη κατανόηση». Συγκρίνω δειγματοληπτικά και διαπιστώνω ότι σε ορισμένα αποσπάσματα η «πληρέστερη κατανόηση» επέβαλε όλο κι όλο να «διορθωθεί» σε έγερναν το γέρναν, αλλού να γίνουν στήθη τα «στήθια της χώρας του», και «φυσικά» να γίνει ως το σαν. Ψύλλοι στ’ άχυρα; Όχι, ολόκληρη αντίληψη. Που αποδεικνύει την μπλόφα της πολυθρύλητης πολυτυπίας. Και παραπέρα –θα βαρεθώ κι ο ίδιος να με διαβάζω– μαρτυρεί την άρνηση της εξέλιξης της γλώσσας, άρνηση δηλαδή της γλώσσας.

Μίλησα για βέβηλο χέρι, κι ακούστηκε κι αυτό μεγάλος λόγος. Είναι όμως βέβηλο, όταν απλώνεται, έμμεσα έστω, στον Ελύτη, όπως τελείωνα την προηγούμενη φορά, παραλαμβάνοντας τη μετάφρασή του της Σαπφώς και γράφοντας ολοένα «της Σαπφούς». Πόσο μάλλον όταν απλώνεται άμεσα, πού, στον Εγγονόπουλο παρακαλώ, και στον κατεξοχήν λογιότροπο Καβάφη. Κι εδώ βαρέθηκα να γράφω για τη «διόρθωση» του περίφημου καβαφικού: σαν έτοιμος από καιρό… «Ως» επιμένουν, κάποτε και με ευθεία αναφορά στον ποιητή: «ως έτοιμοι από καιρό, που λέει ο Καβάφης» είχε πει ο Πάγκαλος· «ο Κ. Καραμανλής, ως έτοιμος από καιρό, σχημάτισε μια κυβέρνηση» έγραψε εγκυρότατος δημοσιογράφος· «Χριστίνα Λαμπίρη, ως έτοιμη από καιρό, ως θαρραλέα, αποχαιρέτα τη την τηλεθέαση που χάνεις» έγραψε εβδομαδιαίο περιοδικό, μιζερεύοντας το εύστοχο χιούμορ του με την απρεπή «διόρθωση».

Τα ίδια τραβάει και ο εγγονοπουλικός Μπολιβάρ, που είναι ωραίος σαν Έλληνας. Άπαγε! «Ως» και πάλι «ως», και πάλι με ευθεία αναφορά στον ποιητή: «όπως λέει το ποίημα για τον Μπολιβάρ, [...] είσαι ωραίος ως Έλληνας». Το ξανάγραψα αυτό το παράδειγμα, όπως και για την τηλεοπτική σειρά εκπομπών «Ωραίοι ως Έλληνες». «Ίσως το λέει έτσι» θέλησε να φανεί καλόπιστος ένας φίλος που πλέει στα βαθιά στα γλωσσικά, «επειδή ο Μπολιβάρ δεν ήταν Έλληνας, άρα είναι ωραίος σαν να ήταν Έλληνας, ενώ οι παρουσιαζόμενοι στην εκπομπή είναι Έλληνες, άρα ωραίοι ως Έλληνες.» Μακάρι να ’ταν έστω έτσι. Απλώς, την τάση της εποχής απηχεί ο τίτλος, ασεβώντας απέναντι σ’ έναν μεγάλο ποιητή. Απόδειξη; Λέει η δημιουργός της εκπομπής στον Αμερικανό πρέσβη: «Δεν είστε ωραίος ως Έλλην, είστε ωραίος ως φιλέλλην»… «Λάβε» το αβγό και κούρεφ’ το!

Άλλη δημοσιογράφος, στη σελίδα «Μ’ αρέσει / Δεν μ’ αρέσει» του Βημαgazino, δηλώνει ότι της αρέσει να ταξιδεύει «στις Μυκήνες με τον Κολοσσό του Αμαρουσίου, του Χένρι Μίλλερ, στο χέρι». Και σκέφτομαι, της άρεσε κι ωστόσο ξέχασε τον τίτλο, πως είναι Κολοσσός του Μαρουσιού; Γιατί δεν θέλω να διανοηθώ πως είχε μπροστά της το-βιβλίο-που-της-άρεσε κι ωστόσο του «διόρθωσε» τον τίτλο.

Έτσι όπως αναρωτιόμουν κι άλλη φορά: τι στο καλό, ο ραδιοφωνικός παραγωγός που έχει μπροστά του Το χαμόγελο της Τζοκόντας του Χατζιδάκι και κάνει ειδικό αφιέρωμα και λέει και ξαναλέει «της Τζοκόντα», τι τάχα σκέφτεται; Πως ήταν μαλλιαριστής, ποιος, ο Χατζιδάκις, πλάι στους άλλους μαλλιαρούς Ελύτη, Εγγονόπουλο, Καβάφη; (Βέβαια, ο Ελύτης έχει και αλλού «ευπρεπιστεί», και όχι σε λαθραία έκδοση, αλλά αυτό είναι άλλη, μεγάλη ιστορία.* Άσε, πάλι, τον «ευπρεπισμό» των μεταφράσεων του Άρη Αλεξάνδρου.)

Λογιοτατισμός ή μικρόνοια;

Αν ο «ευπρεπισμός» του καβαφικού σαν έτοιμος από καιρό, με τη διόρθωση του σαν σε ως, και όλα τα ανάλογα παραδείγματα είναι ενδεχομένως προϊόν αυτοματισμού την ώρα που μιλάει ή και γράφει κάποιος, ένας μηχανισμός που ασυναίσθητα, υποσυνείδητα, «μεταφράζει» φράσεις, στίχους κτλ. από καιρό αποθησαυρισμένους στο μυαλό του χρήστη, το ακόλουθο κρούσμα συνιστά έγκλημα εκ προθέσεως, που πιο πολύ κι απ’ τον λογιοτατισμό του μαρτυρεί μικρόνοια:

Σε παιδικό βιβλίο με βιογραφίες ηρώων του 21, όπως γράφει φίλος μεταφραστής στο Λουξεμβούργο, ο δαιμόνιος περί τα γλωσσικά Νίκος Σαραντάκος (http://www.sarantakos.com, τώρα Γλώσσα μετ' εμποδίων, Αθήνα 2007, σ. 306 κ.ε.), στο κεφάλαιο για τη Μαντώ Μαυρογένους το «Μαντούς» δίνει και παίρνει, ενώ έχει «διορθωθεί» και το δημοτικό δίστιχο: Κάνει φτερά στον πόλεμο για της Μαντούς τη χάρη και της πατρίδας την τιμή κάθε άξιο παλικάρι.

Υπάρχει πάτος;


* Στην Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2000, που αποτελεί «καταγραφή της αυτοπαρουσίασης του Οδυσσέα Ελύτη, όπως αποτυπώθηκε στο ντοκιμαντέρ “ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ” 1980, παραγωγής Αρχείου Κρήτης – Γ.Η. Σγουράκη – ΕΡΤ ΑΕΝΕΤ 1999», έχουν απαλειφθεί οι χαρακτηριστικές στον προφορικό λόγο επαναλήψεις, έχουν προστεθεί τελικά -ν, έγιναν «ήταν» τα «ήτανε», «επτά» το «εφτά» κ.ά., με αποκορύφωμα τη χαρακτηριστική μπενζίνα (τη βάρκα) που μετατράπηκε σε ανύπαρκτη «βενζίνα». Ελπίζω ότι μια προσεxτικότερη καταγραφή θα αποκαταστήσει τον προφορικό λόγο του ποιητή, και μαζί θα διορθώσει και ουσιαστικά λάθη, όπως «τα προβλήματα που έχει», αντί «που έθετε η μοντέρνα, η επαναστατική τέχνη» (σ. 16) κτλ.

buzz it!