12/6/07

59. Θα φάμε και πιούμε και νηστικοί κοιμηθούμε [ξενισμοί γ΄]

Τα Νέα, 9 Ιουνίου 2001

Με μερικά «ψιλά» μπορεί πια να κλείσει η ενότητα των ξενισμών, που διεκδίκησε σημαντικό μερίδιο από τη σελίδα αυτή.

Πρώτα μια γραμματική κυρίως και λιγότερο συντακτική ατασθαλία, όπως την υποδεικνύει ο σημερινός τίτλος, όπου αναγνωρίζουμε, άλλη μια φορά, γλώσσα του είδους «me Jane, you Tarzan». Είναι βεβαίως πλαστό το παράδειγμά μου, κατά μίμηση όμως αυθεντικών, όπως αυτά που διάβασα σε εφημερίδα:

«ήθελαν να πιστεύουν ότι θα ανασκευάσει τις κατηγορίες και αποδείξει τη σκευωρία» ή:

«θα προωθήσουν τα στρατεύματά τους και καταλάβουν θέσεις στρατηγικής σημασίας».

διαβάστε τη συνέχεια...

Δεν αφθονούν, ευτυχώς, τέτοια κρούσματα, που διορθώνονται πάντως ευκολότατα και δεν χρειάζονται, ελπίζω, σχολιασμό: δεν υπάρχει (ακόμα!) στα ελληνικά μέλλοντας χρόνος που εκφράζεται κολοβωμένος, χωρίς το θα, ή πολλοί μέλλοντες με ένα μόνο θα, γενικής ισχύος. Απλώς βοούν εδώ τα αγγλικά, που μνημειώνονται μέσα από πρόχειρη και αβασάνιστη μετάφραση, πάνω στην τρεχάλα της δημοσιογραφικής δουλειάς.

Είναι όμως πολύ περισσότερα τα παραδείγματα με παρακείμενο, υπερσυντέλικο, τετελεσμένο μέλλοντα, που βολεύονται κι αυτοί, πολλοί μαζί, με ένα μόνο έχω-είχα. Διαβάζω, αυτήν τη φορά σε λογοτεχνική μετάφραση, οπωσδήποτε φροντισμένη:

«δεν είχα ξυριστεί από τη μέρα που ο γιος μου είχε φέρει το ποδήλατο απ’ τη Χ, ούτε χτενιστεί, ούτε πλυθεί», και «αυτή η βεβαιότητα [...] θα την είχε ασφαλώς καταμαγέψει, φαντάζομαι, και βοηθήσει να περνάει τον καιρό της».

Ακόμα χειρότερα, διαβάζω σε λογοτεχνία, καλή λογοτεχνία, τα ίδια εντέλει «αγγλικά»:

«είχε πια συνηθίσει, δεθεί μ’ αυτές»· «είχε συνηθίσει στις αδιαθεσίες των γυναικών, προσαρμοστεί σ’ αυτές»· «είχε τώρα βγάλει την ποδιά της και μείνει με ένα φόρεμα εξαιρετικά απλό...»· «σαν κάποιος να του είχε δέσει ένα μαντίλι στα μάτια και βουλώσει τα αφτιά με τόνους από μπαμπάκι»· «Σαν όλα, διαμιάς, μέσα κι έξω στο σπίτι να είχαν ξυπνήσει κι αναστηθεί. Ώς κι αυτά τα σημάδια από τις σφαίρες, επουλωθεί κι αυτά»· «στο μεταξύ, η Π. είχε φύγει από το σπίτι, ο Κ. εγκαταλείψει κι αυτός το θυρωρείο, η γιαγιά μου πεθάνει...»

Και αλλού: «ώσπου να έρθει το τρένο, αυτός είχε παραγγείλει, φάει και πληρώσει το λογαριασμό». Αυτός φάει το λογαριασμό, εμείς φάμε –άσε, μην πω.

Ποια αίσθηση οικονομίας, ποιος τρόμος της επανάληψης, και πάλι, αφαιρεί το βασικό συστατικό ενός τύπου, μιας μονάδας, που έτσι ακρωτηριασμένη ακυρώνεται, και δεν αρθρώνει λόγο παρά ψελλίζει; Διότι ρηματικός χρόνος «φάει» δεν υπάρχει· υπάρχει μόνο θα φάει, να φάει, έχει φάει κτλ., αλλά «όκι φάει»!

Παραταύτα, όσο βίαια κι αν αντιδρούμε σε τέτοια μεταφράσματα, δεν πρέπει να χάνουμε από τα μάτια μας τη γλωσσική πραγματικότητα, την πραγματικότητα όλων των γλωσσών όλων των εποχών, πως η γλώσσα δηλαδή –όπως έχει βαρεθεί πια να διαβάζει ο αναγνώστης της σελίδας αυτής– εξελίσσεται μέσα από λάθη, αλλοιώσεις και δάνεια, δάνεια όχι μόνο λεξικά αλλά και συντακτικά, ώσπου να τα ενσωματώσει όλα αυτά, και με όλα αυτά να διαμορφώσει το δικό της πρόσωπο, το ίδιο και μαζί διαφορετικό κάθε εποχή πρόσωπό της. Έτσι –ξαναλέμε– το σημερινό λάθος ενδέχεται να είναι το αυριανό σωστό, όπως ακριβώς το σημερινό σωστό είναι το χτεσινό λάθος. Τότε όμως τι κάνουμε εμείς; Μα και βέβαια –ξαναματαλέμε– διορθώνουμε, αφού δεν ξέρουμε και δεν αποφασίζουμε εμείς αν ένα λάθος είναι μεμονωμένο, περιστασιακό, έστω διαδεδομένο αλλά ίσως μόδα περαστική, ή αν ανταποκρίνεται σε γενικότερες ανάγκες και τάσεις της γλώσσας, οπότε κάποια μέρα θα επικρατήσει.

Ούτως ή άλλως, η περίφημη αισθητική της γλώσσας δεν είναι ούτε αυτή αρχήθεν και διά παντός δοσμένη: μεταβάλλεται κι αυτή, με βραδύτερο ίσως ρυθμό απ’ όσο μεταπηδούμε εμείς οι ίδιοι, οι χρήστες και φορείς της γλώσσας, σε διάστημα ελάχιστων δεκαετιών, κάποτε μόνο ετών, από το παντελόνι καμπάνα στο παντελόνι σωλήνα, από το βουκολικής καταγωγής κούρεμα με την ψιλή, στην πλούσια χαίτη, και από κει ξανά στο νεοφασιστικής τώρα καταγωγής αλλά κατόπιν λίγο μάτσο (macho) - λίγο γκέι (τι απροσδόκητη συνάντηση!) ξυρισμένο κεφάλι.

Από αυτήν τη σκοπιά, απολύτως ενδεικτική θεωρώ λόγου χάρη την ολοένα και μεγαλύτερη ανοχή μας στην κατάχρηση των αόριστων άρθρων ένας και μία, ίσως επειδή εδώ δεν υπάρχει καν συντακτική παράβαση. Παρατηρώ κατάπληκτος την αλλαγή αυτή σ’ εμένα τον ίδιο, που προσθέτω αόριστα άρθρα, τα αφαιρώ, και μετά τα ξαναπροσθέτω, εκεί που λίγες δεκαετίες πριν θα τα θεωρούσα απολύτως αδόκιμα. Και σκέφτομαι σαν πώς να φαίνονται αργότερα (και πόσο αργότερα;) ορισμένα που τώρα ακόμη θεωρούνται οπωσδήποτε περιττά: «δεν ταίριαζε σε έναν άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας», «είναι έργο ενός ώριμου λογίου», «ο Κικέρων ήταν ένας δεινός επιστολογράφος», «απέκτησε φήμη σαν ένας εύγλωττος ιστορικός», «διατηρούσε μια φιλική αλληλογραφία», «της είχε φέρει τη νύχτα έναν πυρετό», «τα θέματα αυτά βρίσκουν εδώ μιαν ανεπαρκή διαπραγμάτευση» (εδώ φυσικά πάσχει όλη η σύνταξη, συν η «διαπραγμάτευση»=πραγμάτευση!), «είχε γίνει τώρα μια ρωμαϊκή επαρχία» κτλ. Ποιος θα την ονόμαζε πια αυτήν τη χρήση ξενισμό;

Ας τελειώσουμε όμως με τα ψιλά. Αν τώρα θεωρηθεί ότι το «έχω φάει και πιει» επιλογίζει τους ξενισμούς που παραβιάζουν, καθένας σε διαφορετικό βαθμό, τη δομή της γλώσσας, όπως το «είναι με χαρά που σας ανακοινώνω…» κ.ά., το επόμενο παράδειγμα αντιπροσωπεύει την κατηγορία των εκφραστικών τρόπων που χωρίς να προσφέρουν τίποτα ουσιαστικά καινούριο καθιστούν περισσότερο δύσκαμπτο τον λόγο:

Πλάι στο «μια σειρά από μελέτες»=ορισμένες / μερικές / πολλές / διάφορες μελέτες, που είδαμε παλαιότερα, ο «μεγάλος αριθμός»: «είχε μελετήσει έναν μεγάλο αριθμό εργασιών αναλυτικών και τεκμηριωμένων σχετικά με το θέμα του»: αλλά προς τι; τι παραπάνω λέει ο «μεγάλος αριθμός», που μας κουβαλάει την πάντοτε δύσκαμπτη γενική πτώση, από το πολλές;

Έτσι και: «είχα συγκεντρώσει έναν μεγάλο αριθμό παρατηρήσεων»· «ο Έννιος κατόρθωσε σε έναν εκπληκτικά μεγάλο αριθμό περιπτώσεων να προσαρμόσει...»· «ο Οβίδιος μάζεψε έναν μεγάλο αριθμό μυθικών ιστοριών»· «παράξενο πράγμα μας φαίνεται ο μεγάλος αριθμός των ανθρώπων που ασχολήθηκαν» (=ότι τόσο πολλοί άνθρωποι ασχολήθηκαν...).

Και τελευταία κατηγορία, η επέκταση της σημασίας μιας λέξης εις βάρος άλλων, όπως το «ακόμη» στη θέση τού επίσης και του άλλος, που είδαμε στην προπερασμένη μόλις επιφυλλίδα· στο σημερινό παράδειγμα η λέξη «μέτρο», αφού ισοβάθμησε προ πολλού με τη λέξη «βαθμός» στην έκφραση «στο βαθμό που...» (που κι αυτό πολλές φορές είναι περιττό: «έκαναν νέες προσλήψεις, στο μέτρο που / στο βαθμό που μεγάλωνε ο κύκλος εργασιών τους»=καθώς μεγάλωνε ο κύκλος εργασιών τους), εκτοπίζει γενικότερα το «βαθμό», και ιδού τα όρια που λέμε κάθε φορά:

«Η προσωπική ελευθερία ήταν εξασφαλισμένη, σε μεγάλο μέτρο, για κάθε νομοταγή πολίτη»!

Όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, είναι εντέλει θέμα μέτρου.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: